- ζύγινος
- ζύγινος, -η, -ον (Α) [ζυγία]κατασκευασμένος από ξύλο ζυγίας, είδους φτελιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζύγινα — ζύγινος of the tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek